- τετραγονία
- τετρα-γονία, ἡ,A a fourth generation, Aristid.Or.38(7).5;
εὐγενεῖς ἐκ -γονίας Lib. Or.42.22
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐγενεῖς ἐκ -γονίας Lib. Or.42.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραγονία — ἡ, Α τέσσερεις γενεές ή η τέταρτη γενεά (α. «τετραγονίαν τοιάνδε οὐδείς πω ἤκουσεν», Αριστείδ. β. «εὐγενεῑς ἐκ τετραγονίας», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + γονία (< γόνος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δεκα γονία] … Dictionary of Greek
τετραγονίας — τετραγονίᾱς , τετραγονία a fourth generation fem acc pl τετραγονίᾱς , τετραγονία a fourth generation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγονίαν — τετραγονίᾱν , τετραγονία a fourth generation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek